The New York Times
Αναφερόμενος στις χρηματιστηριακές κρίσεις και το πόσο μπορούν να εκθέσουν αδύναμες εταιρείες και κράτη, ο
Γουόρεν Μπάφετ είχε δηλώσει ότι «μόνο όταν φύγει η παλίρροια, καταλαβαίνεις ποιος δεν φοράει μαγιό». Πόσο δίκιο είχε!
Οι
ΗΠΑ αποδεικνύεται ότι κολυμπούσαν γυμνές – με περισσότερους από έναν τρόπους.
Οι πιστωτικές «φούσκες» είναι σαν την παλίρροια. Μπορούν να σκεπάσουν τη σκουριά. Στην περίπτωσή μας, η πρόσθετη καταναλωτική ζήτηση και οι θέσεις εργασίας που προήλθαν από την πιστωτική και οικιακή φούσκα, απέκρυψαν όχι μόνο τη βιομηχανική αδυναμία, αλλά κάτι ακόμα χειρότερο, το πόσο πίσω έχουμε μείνει στη βασική εκπαίδευση και πόσο μας κοστίζει αυτό πλέον. Αυτό είναι το συμπέρασμα της
νέας έρευνας της συμβουλευτικής εταιρείας McKinsey με τίτλο «
Ο οικονομικός αντίκτυπος του ακαδημαϊκού χάσματος στα σχολεία των ΗΠΑ».
Τις
δεκαετίες ’50 και ’60, οι ΗΠΑ
υπερίσχυαν σε παγκόσμιο επίπεδο ως προς τη βασική εκπαίδευση, αλλά και την οικονομική απόδοση. Τις
δεκαετίες του ’70 και ’80, ήμασταν
ακόμα πρώτοι, αλλά με μικρότερο προβάδισμα, ενώ εξακολουθούσαμε να ηγούμαστε και της οικονομικής δραστηριότητας, και πάλι όμως με τις μεγάλες οικονομίες, όπως της Κίνας, να πλησιάζουν.
Σήμερα έχουμε μείνει πίσω, και στον μέσο όρο αποφοίτων λυκείου, αλλά και στην ποιότητά τους. Ακολουθούν οι συνέπειες.
Για παράδειγμα, το 2006 στη
Διεθνή Μαθητική Αξιολόγηση, που βαθμολογεί το επίπεδο μόρφωσης για ηλικίες κάτω των 15, η
ΗΠΑ κατετάγη 25η και 24η σε σύνολο 30 χωρών, σε
μαθηματικά και
επιστήμες αντίστοιχα. Αυτό τοποθετεί τον μέσο Αμερικανό μαθητή στο ίδιο επίπεδο με τον αντίστοιχο της Πορτογαλίας και της Σλοβακίας, «σε αντίθεση με μαθητές από χώρες που είναι πιο ανταγωνιστικές στον τομέα των υπηρεσιών και παρέχουν υψηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, όπως ο Καναδάς, η Ολλανδία, η Κορέα και η Αυστραλία», τονίζει η McKinsey. «Οσο περισσότερο παραμένουν οι Aμερικανοί μαθητές στα σχολεία, τόσο χειρότερα αποδίδουν σε σχέση με τους συνομηλίκους τους σε άλλες χώρες», συμπληρώνει.
Στον αντίποδα, υπάρχει
πληθώρα εκπαιδευτικών καινοτομιών στις ΗΠΑ αυτήν τη στιγμή, αλλά είναι διασκορπισμένες, δημιουργώντας
ακαδημαϊκό χάσμα ανάμεσα σε λευκούς, Αφροαμερικανούς, Λατίνους και σε διαφορετικά εισοδήματα.
Χρησιμοποιώντας ένα οικονομικό μοντέλο που δημιουργήθηκε για την έρευνα, η McKinsey υπολόγισε, με
στατιστικά της περιόδου 1983–1998, το οικονομικό κόστος αυτού του χάσματος σήμερα.
Αν οι ΗΠΑ είχαν κλείσει το διεθνές χάσμα και είχαν αυξήσει την εκπαιδευτική τους απόδοση στο επίπεδο χωρών όπως η Φινλανδία και η Νότια Κορέα, τότε το ΑΕΠ των ΗΠΑ το 2008 θα ήταν 1,3 τρισ. με 2,3 τρισ. δολάρια υψηλότερο. Παρομοίως,
αν είχε κλείσει το χάσμα μεταξύ της απόδοσης των μαύρων και Λατίνων μαθητών με τους λευκούς, καθώς και το χάσμα μεταξύ των χαμηλόμισθων με τους υπολοίπους, τότε το ΑΕΠ των ΗΠΑ θα ήταν κατά 310 - 525 δισ. δολ. και 400 - 670 δισ. δολ. μεγαλύτερο αντίστοιχα.
Υπάρχουν βέβαια και ελπιδοφόρα σημάδια, με τον πρόεδρο Ομπάμα να αναγνωρίζει την επείγουσα ανάγκη επένδυσης για τη βελτίωση του εκπαιδευτικού επιπέδου. Παράλληλα, με την πτώση της Wall Street, όλο και περισσότεροι μορφωμένοι νέοι θέλουν να δοκιμάσουν στη διδασκαλία. Η Γουέντι Κοπ, ιδρύτρια του οργανισμού «Teach for America» αναφέρει ότι οι αιτήσεις των αποφοίτων κολεγίου για θέσεις διδασκαλίας το 2010 έχουν αυξηθεί 40%. Ως έναν βαθμό, αυτό οφείλεται στην έλλειψη εργασίας οπουδήποτε αλλού. Από την άλλη, μπορεί να ερμηνευτεί και ως μία ανταπόκριση των μαθητών στην έκκληση για την επίλυση του προβλήματος, που η κυρία Κοπ πιστεύει ότι «η γενιά μας μπορεί να λύσει». Μακάρι να είναι έτσι, διότι, σήμερα, δεν είμαστε ένα έθνος που κινδυνεύει εκπαιδευτικά. Είμαστε ένα έθνος σε παρακμή και η γύμνια μας είμαι εμφανής.